- εναλλάσσω
- (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω)νεοελλ.1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά4. (αμτβ.) αντικαθιστώ5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, -η, -ο1. αυτός που κάθε φορά αντικαθίσταται από άλλον2. (ηλεκτρ.) «εναλλασσόμενο ρεύμα» — το ηλεκτρικό ρεύμα τού οποίου η ένταση και η φορά εναλλάσσονται περιοδικάμσν.1. μέσ. αλλάζω (ρούχα)2. «εναλλάσσω τον βαθμόν» — καθαιρούμαι από το αξίωμα μουαρχ.1. ανταλλάσσω («ἐναλλάξασα φόνον θανάτῳ» — πλήρωσε τον φόνο με θάνατο, Ευριπ.)2. αλλάζω την κατεύθυνση κάποιου, τόν στρέφω αλλού3. μέσ. συναλλάσσομαι, έχω εμπορικές σχέσεις4. διασταυρώνω, βάζω σταυρωτά5. (αμτβ.) διασταυρώνομαι αμοιβαία6. ανατρέπω, μετατρέπω, αντιστρέφω7. δίνω ως αντάλλαγμα8. μέσ. συναρθρώνομαι εναλλάξ («ἄρθρα ἐνηλλαγμένα», Ιπποκρ.)9. μέσ. υφίσταμαι διαδοχικά ποικίλες μορφές10. αστρολ. (για πλανήτες) αλλάζω θέση.
Dictionary of Greek. 2013.